- περικλύδην
- Αεπίρρ. με χύσιμο υγρού γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι ή με πλύσιμο με θερμό νερό, με καταιόνηση («λούεσθαι δὲ χλιαρῷ ὕδατι περικλύδην μᾱλλον ἢ χρίεσθαι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περικλύζω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. άρ-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.